- ριγώνω
- μετ. линовать, графить (бумагу)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριγώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω ίσιες γραμμές με ρίγα, χαρακώνω:Τον παρακάλεσε να του ριγώσει μια μεγάλη κόλλα. Ουσ. ρίγωμα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριγώνω, χαράκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριγώνω — και ρηγώνω Ν [ρίγα / ρήγα] σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, χαρακώνω … Dictionary of Greek
ρίγωμα — και ρήγωμα, το, Ν [ριγώνω / ρηγώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριγώνω … Dictionary of Greek
αραδώνω — κάνω αράδες, ριγώνω … Dictionary of Greek
γραμμογραφώ — ( έω) σύρω γραμμές πάνω σε χαρτί με γραμμογράφο ή άλλο μέσο, ριγώνω, χαρακώνω … Dictionary of Greek
γραμμώνω — σύρω γραμμές, ριγώνω, χαρακώνω … Dictionary of Greek
παραρ(ρ)ιγώ — όω, Α ριγώνω δίπλα σε κάτι … Dictionary of Greek
ρηγώνω — Ν βλ. ριγώνω … Dictionary of Greek
ριγωτός — ή, ό, Ν [ριγώνω] αυτός που έχει ρίγες, ο ριγέ … Dictionary of Greek
χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… … Dictionary of Greek